- τριπόδης
- τριπόδηςthree feet longmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριπόδης — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. αυτός που έχει τρία πόδια 2. (με αισχρή σημ.) (για άνδρα) αυτός που έχει ανορθωμένο το πέος αρχ. αυτός που φθάνει τους τρεις πόδες σε μήκος ή σε ύψος («ὅλμον μεν τριπόδην τάμνειν, ὕπερον δε τρίπηχυν», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * … Dictionary of Greek
τριπόδην — τριπόδης three feet long masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπόδου — τριπόδης three feet long masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπόδα — τριπόδᾱ , τριπόδης three feet long masc nom/voc/acc dual τριπόδης three feet long masc voc sg τριπόδᾱ , τριπόδης three feet long masc gen sg (doric aeolic) τριπόδης three feet long masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)